- αυτονόμηση
- ητο να γίνει μια χώρα, μια περιοχή αυτόνομη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυτονόμηση — η η απόκτηση της αυτονομίας, το να ανακηρυχθεί μια πόλη ή περιοχή αυτόνομη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτονομούμαι. Η λ. αυτονόμησις μαρτυρείται το 1861 από τον Θόδωρο Αφεντούλη στην εφημερίδα Φιλόπατρις] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
αυτονομιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που επιδιώκει με ειρηνικά ή δυναμικά μέσα την αυτονόμηση μιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόνομος Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. home ruler). Η λ. αυτονομισταί μαρτυρείται από το 1881 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek
αυτονομιστικός — ή, ό ο σχετικός με την αυτονόμηση … Dictionary of Greek
χωριστικός — ή, ό / χωριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωριστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρισμό ή ο κατάλληλος για χωρισμό νεοελλ. ο υπαίτιος χωρισμού, αυτός που συντελεί στον χωρισμό, διασπαστικός («χωριστικό κίνημα» πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα που… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… … Dictionary of Greek
Αλεξαντρόφ, Τεοντόρ — (1881 – 1924). Βούλγαρος κομιτατζής. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και συμμάχησε με τους Κροάτες αυτονομιστές. Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Σταμπολίσκι διέταξε τη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Δραπέτευσε όμως… … Dictionary of Greek
Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
ευγενείς — Στο αρχαϊκό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, ε. χαρακτηρίζονταν όσοι ξεχώριζαν για τη φυσική ρώμη τους και την πολεμική ικανότητά τους. Είναι σχετικά αξιοσημείωτο ότι σχεδόν σε όλους τους λαούς εκείνης της περιόδου συναντάται η πίστη τόσο στη… … Dictionary of Greek